- τετρανιτρικός
- -ή, -ό, Νφρ. «τετρανιτρικός πενταερυθρίτης»χημ. βλ. πενταερυθρίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πενταερυθρίτης — ο χημ. 1. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένη τετρασθενής αλκοόλη που παρασκευάζεται με επίδραση περίσσειας φορμαλδεΰδης σε ακεταλδεΰδη παρουσία ασβέστου, αλλ. πενταρυθριτόλη 2. φρ. «τετρανιτρικός πενταερυθρίτης» αζωτούχος οργανική ένωση,… … Dictionary of Greek
πενθρίτης — ο χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης τετρανιτρικός πενταερυθρίτης … Dictionary of Greek